- ξύστρισμα
- το [ξυστρίζω]καθαρισμός τού τριχώματος τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων, με ξυστρί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύστρισμα — το, ατος η ενέργεια του ξυστρίζω, περιποίηση ζώου με την ξύστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστρί — το (ΑΜ ξυστρίον) νεοελλ. 1. όργανο για ξύσιμο και καθαρισμό τού τριχώματος τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων 2. το ξύστρισμα μσν. μικρή χειρουργική λαβίδα τοποθετημένη στο άκρο εμβρυουλκού αρχ. υποκορ. τού ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek
σωρακίδα — η / σωρακίς, ίδος, ΝΑ γάντι από χοντρό ύφασμα, τρίφτης για να τρίβουν το τρίχωμα τού αλόγου μετά από το ξύστρισμα αρχ. σώρακος*, καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώρακος «καλάθι, κιβώτιο» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
τιμάρι — το, Ν περιποίηση ζώου, ιδίως αλόγου, το ξύστρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. timar] … Dictionary of Greek
ξυστρίζω — ξύστρισα, ξυστρισμένος, ξύνω το ζώο, του κάνω ξύστρισμα, το χτενίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)